δισκάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισκάδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το δισκοπωλείο, κατάστημα πώλησης δίσκων μουσικής
- ※ Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν' ακούν δικό μου δίσκο ... (από τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισκάδικο
→ δείτε τη λέξη δισκοπωλείο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδικο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)