δούλεψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δούλεψη | οι | δουλέψεις |
γενική | της | δούλεψης | των | δουλέψεων |
αιτιατική | τη | δούλεψη | τις | δουλέψεις |
κλητική | δούλεψη | δουλέψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δούλεψη < δουλεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δούλεψη θηλυκό
- το να εργάζεται κάποιος για λογαριασμού άλλου, να είναι υπάλληλός, εργάτης, υπηρέτης του
- είμαι στη δούλεψή σου τόσα χρόνια κι έναν καλό λόγο δεν μου είπες