δυφιοαυλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυφιοαυλός < σύνθετη λέξη δυφί-ο + αυλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυφιοαυλός αρσενικό
- (τηλεπικοινωνίες), (ISDN) νοητός σωλήνας μεταξύ πελάτη και τηλεπικοινωνιακού φορέα μέσα από τον οποίο «ρέουν» τα δυφία της επικοινωνίας
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυφιοαυλός