δωδεκαωρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωδεκαωρία οι δωδεκαωρίες
      γενική της δωδεκαωρίας των δωδεκαωριών
    αιτιατική τη δωδεκαωρία τις δωδεκαωρίες
     κλητική δωδεκαωρία δωδεκαωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωδεκαωρία < δώδεκα + ώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δωδεκαωρία θηλυκό

  • χρονική διάρκεια δώδεκα ωρών
  • παρεχόμενη αδιάλειπτη εργασία ή υπηρεσία δώδεκα ωρών ανά εικοσιτετράωρο
    η δωδεκαωρία διακρίνεται σε ημερήσια ή νυκτερινή και απαντάται συνηθέστερα σε θαλάμους επιχειρήσεων και καταστάσεις επιφυλακής

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]