εκπίεσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπίεσμα < (ελληνιστική κοινή) ἐκπίεσμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπίεσμα ουδέτερο
- (λόγιο) ο χυμός που παράγεται με εκπίεση, εκπιέζοντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπίεσμα
|