εμπέδηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπέδηση | οι | εμπεδήσεις |
γενική | της | εμπέδησης* | των | εμπεδήσεων |
αιτιατική | την | εμπέδηση | τις | εμπεδήσεις |
κλητική | εμπέδηση | εμπεδήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπέδηση < αγγλική impedance
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπέδηση θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) Μέγεθος που μετρά την αντίσταση στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ισούται με το λόγο της τάσης ως προς την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος εκφρασμένα ως μιγαδικοί αριθμοί (φάσορες). Συμβολίζεται με το γράμμα Z.