εξοικονομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοικονομώ < ελληνιστική κοινή ἐξοικονομέω, -ῶ ("αποβάλλω") < εξ- + οικονομώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksi.ko.noˈmo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εξοικονομώ

  1. κάνω οικονομία
  2. δημιουργώ απόθεμα για να έχω στη διάθεσή μου
    εξοικονομώ δυνάμεις, χρήματα, πόρους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]