επευφήμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επευφήμηση | οι | επευφημήσεις |
γενική | της | επευφήμησης* | των | επευφημήσεων |
αιτιατική | την | επευφήμηση | τις | επευφημήσεις |
κλητική | επευφήμηση | επευφημήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επευφημήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επευφήμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επευφημώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επευφήμηση
|