επισκοπεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισκοπεύω < ελληνιστική κοινή ἐπισκοπεύω < αρχαία ελληνική ἐπίσκοπος

Ρήμα[επεξεργασία]

επισκοπεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]