ετεροκαθορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετεροκαθορισμός οι ετεροκαθορισμοί
      γενική του ετεροκαθορισμού των ετεροκαθορισμών
    αιτιατική τον ετεροκαθορισμό τους ετεροκαθορισμούς
     κλητική ετεροκαθορισμέ ετεροκαθορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροκαθορισμός < έτερος + καθορίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετεροκαθορισμός αρσενικό

  • η διαμόρφωση της φυσιογνωμίας ή των ιδεών ενός ατόμου ή συνόλου από εξωγενείς παράγοντες
ετεροκαθορισμός της προσωπικότητας
ο ετεροκαθορισμός της ιδεολογικής γραμμής του κόμματος είναι μεγάλο πρόβλημα


Μεταφράσεις[επεξεργασία]