ετεροκαθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροκαθορισμός αρσενικό
- η διαμόρφωση της φυσιογνωμίας ή των ιδεών ενός ατόμου ή συνόλου από εξωγενείς παράγοντες
- ετεροκαθορισμός της προσωπικότητας
- ο ετεροκαθορισμός της ιδεολογικής γραμμής του κόμματος είναι μεγάλο πρόβλημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροκαθορισμός
|