ζορμπαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζορμπαλής αρσενικό
- άνθρωπος αυταρχικός, καταπιεστικός, σατράπης, βίαιος, της αυθαιρεσίας και του έτσι θέλω.
- Ζορμπαλής είναι και ό,τι θέλει κάνει!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ζορμπαλάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζορμπαλής
|