ζωοκλοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοκλοπή οι ζωοκλοπές
      γενική της ζωοκλοπής των ζωοκλοπών
    αιτιατική τη ζωοκλοπή τις ζωοκλοπές
     κλητική ζωοκλοπή ζωοκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωοκλοπή < ζώο + κλοπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωοκλοπή θηλυκό

  • η κλοπή ζώων (κοπαδιών), σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]