θεατρώνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεατρώνης < (ελληνιστική κοινή) < θέατρον και ὠνέομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεατρώνης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ενός θεάτρου, ο επιχειρηματίας του θεάτρου
- στην αρχαία Ελλάδα ήταν εκείνος που ενοικίαζε από την πολιτεία το θέατρο και εισέπραττε εισιτήριο (το θεωρικόν), υποχρεούμενος να συντηρεί το χώρο σε καλή κατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεατρώνης
|