θηλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θηλάζω < αρχαία ελληνική θηλάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]θηλάζω
- (μεταβατικό) βάζω ένα βρέφος στο στήθος και του δίνω να πιει το μητρικό γάλα
- οι μαίες ενθαρρύνουν τις μητέρες να θηλάζουν τα μωρά τους
- (αμετάβατο) πίνω γάλα από μαστό
- η εικόνα του μωρού που θήλαζε τον συγκίνησε βαθιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θηλάζω | θήλαζα | θα θηλάζω | να θηλάζω | θηλάζοντας | |
β' ενικ. | θηλάζεις | θήλαζες | θα θηλάζεις | να θηλάζεις | θήλαζε | |
γ' ενικ. | θηλάζει | θήλαζε | θα θηλάζει | να θηλάζει | ||
α' πληθ. | θηλάζουμε | θηλάζαμε | θα θηλάζουμε | να θηλάζουμε | ||
β' πληθ. | θηλάζετε | θηλάζατε | θα θηλάζετε | να θηλάζετε | θηλάζετε | |
γ' πληθ. | θηλάζουν(ε) | θήλαζαν θηλάζαν(ε) |
θα θηλάζουν(ε) | να θηλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θήλασα | θα θηλάσω | να θηλάσω | θηλάσει | ||
β' ενικ. | θήλασες | θα θηλάσεις | να θηλάσεις | θήλασε | ||
γ' ενικ. | θήλασε | θα θηλάσει | να θηλάσει | |||
α' πληθ. | θηλάσαμε | θα θηλάσουμε | να θηλάσουμε | |||
β' πληθ. | θηλάσατε | θα θηλάσετε | να θηλάσετε | θηλάστε | ||
γ' πληθ. | θήλασαν θηλάσαν(ε) |
θα θηλάσουν(ε) | να θηλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θηλάσει | είχα θηλάσει | θα έχω θηλάσει | να έχω θηλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θηλάσει | είχες θηλάσει | θα έχεις θηλάσει | να έχεις θηλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θηλάσει | είχε θηλάσει | θα έχει θηλάσει | να έχει θηλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θηλάσει | είχαμε θηλάσει | θα έχουμε θηλάσει | να έχουμε θηλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θηλάσει | είχατε θηλάσει | θα έχετε θηλάσει | να έχετε θηλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θηλάσει | είχαν θηλάσει | θα έχουν θηλάσει | να έχουν θηλάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίνω σε παιδί γάλα από το στήθος
πίνω γάλα από το στήθος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θηλάζω < θηλή
Ρήμα
[επεξεργασία]θηλάζω
- (μεταβατικό) ταΐζω κάποιον γάλα από το μαστό μου