θήλαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θήλαστρο | τα | θήλαστρα |
γενική | του | θηλάστρου | των | θηλάστρων |
αιτιατική | το | θήλαστρο | τα | θήλαστρα |
κλητική | θήλαστρο | θήλαστρα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θήλαστρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θήλαστρο ουδέτερο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θήλαστρο
→ δείτε τη λέξη μπιμπερό |