ιδρωτοθεραπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδρωτοθεραπεία οι ιδρωτοθεραπείες
      γενική της ιδρωτοθεραπείας των ιδρωτοθεραπειών
    αιτιατική την ιδρωτοθεραπεία τις ιδρωτοθεραπείες
     κλητική ιδρωτοθεραπεία ιδρωτοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδρωτοθεραπεία < ιδρώτας + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιδρωτοθεραπεία θηλυκό

  • θεραπευτική μέθοδος με χρήση εφιδρώσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]