ιριδοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιριδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή με την οποία επιχειρείται η ιριδοσκόπηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιριδοσκόπιο
|