ιχνηθέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιχνηθέτης οι ιχνηθέτες
      γενική του ιχνηθέτη των ιχνηθετών
    αιτιατική τον ιχνηθέτη τους ιχνηθέτες
     κλητική ιχνηθέτη ιχνηθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχνηθέτης < ίχν(ος) + -η- + -θέτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιχνηθέτης αρσενικό ή θηλυκό, (ιχνηθέτιδα, ιχνηθέτισσα θηλυκό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]