καθωσπρεπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθωσπρεπισμός < καθωσπρέπει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθωσπρεπισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά που είναι πολύ καθώς πρέπει, που ακολουθεί τυφλά και συχνά υποκριτικά αυτό που θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθωσπρεπισμός
|