κακοκεφαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοκεφαλιά οι κακοκεφαλιές
      γενική της κακοκεφαλιάς των κακοκεφαλιών
    αιτιατική την κακοκεφαλιά τις κακοκεφαλιές
     κλητική κακοκεφαλιά κακοκεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοκεφαλιά < κακοκέφαλ(ος) -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακοκεφαλιά θηλυκό

  1. η ισχυρογνωμοσύνη
  2. η επιπολαιότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]