κακοκεφαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοκεφαλιά | οι | κακοκεφαλιές |
γενική | της | κακοκεφαλιάς | των | κακοκεφαλιών |
αιτιατική | την | κακοκεφαλιά | τις | κακοκεφαλιές |
κλητική | κακοκεφαλιά | κακοκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοκεφαλιά < κακοκέφαλ(ος) -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοκεφαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοκεφαλιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)