καταθορυβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταθορυβώ < ελληνιστική κοινή καταθορυβέω / καταθορυβῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
καταθορυβώ (παθητική φωνή: καταθορυβούμαι)
- (κυριολεκτικά) παράγω πολύ θόρυβο
- (μεταφορικά) αναστατώνω ή ταράζω κάποιον, τον κάνω ν’ ανησυχήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταθορυβώ
|