καταρράχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καταρράχι | τα | καταρράχια |
γενική | του | καταρραχιού | των | καταρραχιών |
αιτιατική | το | καταρράχι | τα | καταρράχια |
κλητική | καταρράχι | καταρράχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταρράχι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη γραφή του καταράχι
- ※ ρέμα ορμητικό, που παφλάζει κρουνελιάζοντας ψηλοκρεμαστό, από καταρράχι
- Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης, δʹ έκδοση αναθεωρημένη (Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1986), σελ. 111.
- ※ ρέμα ορμητικό, που παφλάζει κρουνελιάζοντας ψηλοκρεμαστό, από καταρράχι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Καταρράχι (τοπωνύμιο)