κεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεράκι τα κεράκια
      γενική
    αιτιατική το κεράκι τα κεράκια
     κλητική κεράκι κεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεράκι < κερί.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεράκι ουδέτερο

"Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα — χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια." (Κ.Καβάφης, Κεριά).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]