κοντανάσασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντανάσασμα < κοντανασαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντανάσασμα ουδέτερο
- μικρή και γρήγορη αναπνοή, συνήθως λόγω έντονης προσπάθειας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντανάσασμα
→ δείτε τη λέξη λαχάνιασμα |