κοντραμπασίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντραμπασίστας < κοντραμπάσο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντραμπασίστας αρσενικό
- ο μουσικός που παίζει κοντραμπάσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντραμπασίστας