κουζινιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουζινιέρα | οι | κουζινιέρες |
γενική | της | κουζινιέρας | — | |
αιτιατική | την | κουζινιέρα | τις | κουζινιέρες |
κλητική | κουζινιέρα | κουζινιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουζινιέρα < κουζινιέρης + α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουζινιέρα θηλυκό (αρσενικό κουζινιέρης)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουζινιέρα
|