μαγείρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγείρισσα < αρχαία ελληνική μαγείρισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που ασκεί ως επάγγελμα τη μαγειρική
- η γυναίκα που μαγειρεύει
- η μάνα του ήταν καλή μαγείρισσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάγειρας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαγείρισσα < μάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγείρισσα θηλυκό
- που μαγειρεύει κρεατικά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)