κουτσούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσούνα οι κουτσούνες
      γενική της κουτσούνας
    αιτιατική την κουτσούνα τις κουτσούνες
     κλητική κουτσούνα κουτσούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτσούνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτσούνα θηλυκό

  1. κούκλα
  2. το φυτό σκέλλα η παράλιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]