κυτιοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτιοποιία οι κυτιοποιίες
      γενική της κυτιοποιίας των κυτιοποιιών
    αιτιατική την κυτιοποιία τις κυτιοποιίες
     κλητική κυτιοποιία κυτιοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυτιοποιία < κυτί(ο) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυτιοποιία θηλυκό

  1. η παρασκευή κουτιών
  2. κλάδος των γραφικών τεχνών για τη κατασκευή κουτιών με υλικά που έχουν τυπωθεί πριν ή πρόκειται να τυπωθούν μετά τη μορφοποίησή τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]