λαθραναγνώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαθραναγνώστης < λαθρ- + αναγνώστης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθραναγνώστης αρσενικό, λαθραναγνώστρια θηλυκό
- αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς να το έχει αγοράσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθραναγνώστης
|