λαπαροτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαπαροτομία οι λαπαροτομίες
      γενική της λαπαροτομίας των λαπαροτομιών
    αιτιατική τη λαπαροτομία τις λαπαροτομίες
     κλητική λαπαροτομία λαπαροτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαπαροτομία < αρχαία ελληνική λαπάρα + τέμνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαπαροτομία θηλυκό

  • χειρουργική επέμβαση στην κοιλιακή χώρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]