λαφιάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαφιάτης | οι | λαφιάτες |
γενική | του | λαφιάτη | των | λαφιατών |
αιτιατική | τον | λαφιάτη | τους | λαφιάτες |
κλητική | λαφιάτη | λαφιάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαφιάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαφιάτης αρσενικό
- (φίδι) άλλη γραφή του λαφίτης (ονομασία του φιδιού Elaphe longissima)