λιβανιστήρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβανιστήρι | τα | λιβανιστήρια |
γενική | του | λιβανιστηριού | των | λιβανιστηριών |
αιτιατική | το | λιβανιστήρι | τα | λιβανιστήρια |
κλητική | λιβανιστήρι | λιβανιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιβανιστήρα ουδέτερο
- θυμιατό όπου καίγεται το λιβάνι
- λιβάνισμα
- θηλυκή μορφή του λιβανιστηριού