λιβερμόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιβερμόριο < ονομασία προς τιμήν του εργαστηρίου Λίβερμορ στην Καλιφόρνια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιβερμόριο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 116 και χημικό σύμβολο το Lv
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβερμόριο | τα | λιβερμόρια |
γενική | του | λιβερμόριου | των | λιβερμόριων |
αιτιατική | το | λιβερμόριο | τα | λιβερμόρια |
κλητική | λιβερμόριο | λιβερμόρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιβερμόριο