λούγαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούγαρο τα λούγαρα
      γενική του λούγαρου των λούγαρων
    αιτιατική το λούγαρο τα λούγαρα
     κλητική λούγαρο λούγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούγαρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Θηλυκό λούγαρο(1)

λούγαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]