λούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούω < αρχαία ελληνική λούω
Ρήμα[επεξεργασία]
λούω
- παρωχημένη, λόγια μορφή του: λούζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λούω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λούω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewh₃-. Συγγενές με το λατινικό lavō, το παλαιό αρμενικό լոգանամ (loganam), και το αγγλοσαξωνικό lēaþor ( > αγγλικό lather)
Ρήμα[επεξεργασία]
λούω
- λούζω, πλένω
- (μεταφορικά) καθαρίζω, κάνω κάτι καθαρό