μαντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική mendare < λατινική emendo < e + menda < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mend-

Ρήμα[επεξεργασία]

μαντάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]