μαντατεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντατεύτρα | οι | μαντατεύτρες |
γενική | της | μαντατεύτρας | — | |
αιτιατική | τη | μαντατεύτρα | τις | μαντατεύτρες |
κλητική | μαντατεύτρα | μαντατεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντατεύτρα < μαντατευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντατεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μαντατευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντατεύτρα
|