ματεριαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματεριαλιστής < ματεριαλισ(μός) +-τής για να αποδοθεί το γαλλικό matérialiste < matérialisme < materia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ματεριαλιστής αρσενικό και ματεριαλίστρια θηλυκό
- ο υλιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματεριαλιστής