μελαγχολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μελαγχολῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελαγχολώ < αρχαία ελληνική μελαγχολάω / μελαγχολῶ < μελάγχολος < μέλας + χολή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.laŋ.xoˈlo/

Ρήμα[επεξεργασία]

μελαγχολώ

  1. κατέχομαι από μελαγχολία, απαισιοδοξία, δυσθυμία ή ακεφιά
  2. προκαλώ μελαγχολία, απαισιοδοξία, δυσθυμία ή ακεφιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]