μελιτοεξαγωγέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελιτοεξαγωγέας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελιτοεξαγωγέας αρσενικό
- μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του μελιού από τις κηρήθρες. Υπάρχει σε χειροκίνητη μορφή και σε ηλεκτροκίνητη ή συνδυασμός και των δύο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελιτοεξαγωγέας
|