μεταξοϋφαντουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταξοϋφαντουργία οι μεταξοϋφαντουργίες
      γενική της μεταξοϋφαντουργίας των μεταξοϋφαντουργιών
    αιτιατική τη μεταξοϋφαντουργία τις μεταξοϋφαντουργίες
     κλητική μεταξοϋφαντουργία μεταξοϋφαντουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταξοϋφαντουργία < μετάξ(ι) + -ο- + υφαντ(ο) + -ουργία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταξοϋφαντουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής υφαντών από μετάξι
  2. ο τομέας παραγωγής υφαντών από μετάξι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]