μικρόνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικρόνοια | οι | μικρόνοιες |
γενική | της | μικρόνοιας | των | μικρονοιών |
αιτιατική | τη | μικρόνοια | τις | μικρόνοιες |
κλητική | μικρόνοια | μικρόνοιες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρόνοια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μικρόνοια < μικρό- + -νοια [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρόνοια θηλυκό
- η έλλειψη ευστροφίας και ευρύτητας πνεύματος, χαζομάρα και στενομυαλιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόνοια
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μικρόνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νοια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)