στενομυαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στενομυαλιά | οι | στενομυαλιές |
γενική | της | στενομυαλιάς | των | στενομυαλιών |
αιτιατική | τη | στενομυαλιά | τις | στενομυαλιές |
κλητική | στενομυαλιά | στενομυαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στενομυαλιά < στενόμυαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στενομυαλιά θηλυκό
- η ιδιότητα του στενόμυαλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στενομυαλιά
|