μινυρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μινυρισμός οι μινυρισμοί
      γενική του μινυρισμού των μινυρισμών
    αιτιατική τον μινυρισμό τους μινυρισμούς
     κλητική μινυρισμέ μινυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μινυρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μινυρισμός αρσενικό

  • σιγανό κελάηδημα, σιγανό κλάμα, παράπονο, παραπονιάρικο τραγούδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]