μισονεϊστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισονεϊστής < μισονεϊσμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισονεϊστής αρσενικό
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς τους νέους
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς το νέο, το καινούργιο, τις νέες ιδέες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισονεϊστής
|