μπαϊραχτάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαϊραχτάρης < τουρκική bayraktar (σημαιοφόρος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαϊραχτάρης αρσενικό και μπαϊρακτάρης
- → δείτε τη λέξη μπαϊρακτάρης