νευροδερματίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροδερματίτιδα οι νευροδερματίτιδες
      γενική της νευροδερματίτιδας των νευροδερματίτιδων
    αιτιατική τη νευροδερματίτιδα τις νευροδερματίτιδες
     κλητική νευροδερματίτιδα νευροδερματίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευροδερματίτιδα < νερυο- + δέρμα, δέρματ-ος + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νευροδερματίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) δερματική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]