ξαερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξαερό | τα | ξαερά |
γενική | του | ξαερού | των | ξαερών |
αιτιατική | το | ξαερό | τα | ξαερά |
κλητική | ξαερό | ξαερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαερό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαερό ουδέτερο
- ο αέρας