ξεκινητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκινητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκινητής αρσενικό
- πιστωτής σφουγγαράδικων καϊκιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκινητής
|